- φονευτής
- -οῦ + ὁ N 1 11-4-1-1-0=17 Nm 35,11.16(bis).17(bis) slayer, murderer, killer; neol.Cf. WEVERS 1995, 91
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φονευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτής — ό, και τ. θηλ. φονεύτρια, ΜΑ [φονεύω] φονιάς μσν. (το θηλ. με σημ. επιθ.) η φονική … Dictionary of Greek
φονευταῖς — φονευτής masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευταί — φονευτής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτοῦ — φονευτής masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτῇ — φονευτής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτήν — φονευτής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτῶν — φονευτής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτά — φονευτά̱ , φονευτής masc nom/voc/acc dual φονευτής masc voc sg φονευτής masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτάς — φονευτά̱ς , φονευτής masc acc pl φονευτά̱ς , φονευτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθροφονευτής — λαθροφονευτής, ό, και λαθροφόνος, ον (Α) αυτός που δολοφονεί κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + φονευτής. Ο τ. λαθροφόνος < λάθρα + φόνος (πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος)] … Dictionary of Greek